- νοίκιασμα
- το [νοικιάζω]ενοικίαση, μίσθωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νοίκιασμα — το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του νοικιάζω, μίσθωση ή εκμίσθωση: Έχω δύο δωμάτια για νοίκιασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ενοικίασμα — και νοίκιασμα (Μ ἐνοικίασμα και νοίκιασμα) [ενοικιάζω] ενοικίαση … Dictionary of Greek
μίσθωση — η το νοίκιασμα ως προς τον ενοικιαστή: Έκαναν συμβόλαια για τη μίσθωση ενός διαμερίσματος. (Το νοίκιασμα ως προς τον ιδιοκτήτη λέγεται «εκμίσθωση».) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διοίκηση — Κάθε δραστηριότητα που αναπτύσσουν τα άτομα και οι διάφοροι δημόσιοι ή ιδιωτικοί οργανισμοί για τη συστηματική και συνεπή διεύθυνση και διαχείριση των υποθέσεών τους. Ωστόσο, σήμερα o όρος τείνει να χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά για τις… … Dictionary of Greek
ενοικίαση — η [ενοικιάζω] εκμίσθωση (για ιδιοκτήτη) ή μίσθωση (για ενοικιαστή), νοίκιασμα … Dictionary of Greek
ενοικιακός — ἐνοικιακός και ἐνοικικός, ή, όν (Μ) [ενοίκιον] κατάλληλος για νοίκιασμα. επίρρ... ἐνοικικῶς με καταβολή ενοικίου, με νοίκι … Dictionary of Greek
ενοικιαστήριος — α, ο 1. αυτός που αναφέρεται στην ενοικίαση 2. το ουδ. ως ουσ. το ενοικιαστήριο α) συμβόλαιο ή συμφωνητικό μισθώσεως β) έγγραφη αγγελία σε εφημερίδα ή σε εμφανές σημείο τού ακινήτου με την οποία ανακοινώνεται η ύπαρξη διαθέσιμου ακινήτου για… … Dictionary of Greek
ενοικίαση — η η μίσθωση ή η εκμίσθωση (βλ. λλ.), το νοίκιασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ενοικίασμα — το, ατος η ενοικίαση, το νοίκιασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υπομίσθωση — η η μίσθωση του μισθωμένου, το νοίκιασμα του νοικιασμένου από τον ενοικιαστή, η υπενοικίαση: Απαγορεύεται η υπομίσθωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)